συνοδός

συνοδός
Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη χριστιανική Εκκλησία. Η Σ. μπορεί να είναι οικουμενική ή τοπική. Οικουμενικές Σ. η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει μόνο οχτώ. Και οι οχτώ συνήλθαν στην Ανατολή με τη συμμετοχή αποκλειστικά σχεδόν των επίσκοπων της Ανατολής. Παρά την ισχυρή επίδραση των αυτοκρατόρων της Ρώμης και του Βυζάντιου, οι Σ. αυτές έλυσαν τα δογματικά ζητήματα που αφορούσαν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αντίθετα, αναγνωρίζει 21 οικουμενικές Σ., άλλες 13 δηλαδή εκτός από τις οχτώ. Αυτές συνήλθαν όλες στη Δύση και διακρίνονται εξαιτίας της φύσης και της σημασίας τους σε δύο ομάδες: μία από δέκα, στις οποίες πήραν μέρος αποκλειστικά σχεδόν επίσκοποι της Δύσης και ασχολήθηκαν κυρίως με ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας, και μία από τρεις (η εν Τριδέντω και οι δύο του Βατικανού), οι οποίες χαρακτηρίζονται από την παρουσία ιεραρχών απ’ όλον τον κόσμο και για τη σπουδαιότητα των αποφάσεών τους. Από τις οχτώ οικουμενικές Σ. που αναγνωρίζονται και από τις δύο Εκκλησίες (Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική), η πρώτη και σπουδαιότερη ήταν εκείνη που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325. Παρά την πάροδο τόσων αιώνων, το κύρος της οικουμενικής αυτής Σ. παράμεινε ακλόνητο. Εκτός από τις Σ. που αναφέρθηκαν, συνήλθαν στην Πίζα της Ιταλίας δύο Σ. το 1409 και το 1511-1512, που ασχολήθηκαν με τη συνύπαρξη δύο παπών, ενός στην Αβινιόν κι ενός στη Ρώμη. Από τις σπουδαιότερες τοπικές Σ. στην Ανατολή είναι εκείνη που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί πατριάρχη Ιερεμία B’, η οποία αναγνώρισε την ίδρυση πατριαρχείου στη Ρωσία, η επί πατριάρχη Άνθιμου E’, στην Κωνσταντινούπολη κι αυτή, κατά την οποία χειραφετήθηκε η Εκκλησία της Ελλάδας, και η επί πατριάρχη Άνθιμου ΣΤ, κατά την οποία κηρύχτηκε η Βουλγαρική Εκκλησία σχισματική. Στη Δυτική Εκκλησία, το δικαίωμα σύγκλησης Σ. έχει ο πάπας, ο οποίος και προεδρεύει. Αυτός έχει δικαίωμα να διαλύει, να αναστέλλει τη Σ. ή να μεταβιβάζει τα δικαιώματα της. Στα ζητήματα πίστης, αν η γνώμη της συμφωνεί με εκείνη του πάπα, τότε είναι, όπως και αυτού, η απόφαση αλάθητη. Οι αποφάσεις των Σ. όμως στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν είναι έγκυρες χωρίς την έγκριση και τη θέση τους σε ισχύ από τον πάπα. Αν η αγία έδρα χηρεύει δεν μπορεί να συγκληθεί Σ., κι αν έχει συγκληθεί αναστέλλει τις εργασίες της. Οι σχέσεις μεταξύ οικουμενικών Σ. και πάπα στη Δυτική Εκκλησία και προπάντων η υπεροχή του πάπα απέναντι σ’ αυτές, προκάλεσαν μια δογματική κίνηση, που ονομάστηκε conciliarismus (από το concillium = σύνοδος), ιδιαίτερα κατά τον 14o και 15o αι., που είχε πολλούς αντίχτυπους στην Εκκλησία αυτή σε όλη την περίοδο της Αναγέννησης. Η κίνηση αυτή υποστήριζε ότι η οικουμενική Σ. είναι ανώτερη από τον πάπα. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε από την A’ Σ. του Βατικανού με τη διακήρυξη του δόγματος του αλάθητου του πάπα. Το πνεύμα των πρώτων Σ., χαρακτηριστικό του οποίου είναι η δημοκρατικότητα, σε αντίθεση με την απολυταρχία του πάπα, διατηρήθηκε και στη διοίκηση της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι, ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της είναι η Ιερά Σύνοδος (Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ελλάδας). Είναι Σ. όλων των αρχιερέων που έχουν μητροπόλεις και εκπροσωπούνται από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας, που εδρεύει στην Αθήνα. Η Ιερά Σ. αποφασίζει για ζητήματα πίστης, λατρείας, εκκλησιαστικής πειθαρχίας και ασκεί όλες τις εκκλησιαστικές διοικητικές εξουσίες σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, την ιερά παράδοση και τους νόμους της πολιτείας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και διοικείται από την Ιερή Επαρχιακή Σύνοδο Κρήτης. Στιγμιότυπο από μια σύγκληση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (φωτ. ΑΠΕ). Φωτογραφία από μια σύνοδο επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, η, Ν
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον τιμητικά ή για ασφάλεια ή για να τού δείξει το δρόμο
2. αστρον. χαρακτηρισμός τού δευτερεύοντος μέλους ενός διπλού αστρικού συστήματος
3. φρ. «συνοδό πλοίο»
ναυτ. πολεμικό πλοίο το οποίο συνοδεύει μια νηοπομπή, έχοντας ως αποστολή την ασφάλεια της από εχθρικές ενέργειες, αλλ. πλοίο συνοδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύνοδος «συνοδοιπόρος, σύντροφος» με καταβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνοδος — 1 masc/fem nom sg σύνοδος 2 assembly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — ο, η 1. αυτός που συνοδεύει: Τον ακολουθούσαν σεμικρή απόσταση οι συνοδοί του. – Εργάζεται ως συνοδός σε σχολικό λεωφορείο. 2. το δεύτερο μέλος διπλού αστρικού συστήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύνοδος — η 1. συνέλευση επισκόπων για συζήτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και λήψη αποφάσεων: Η πρώτη οικουμενική σύνοδος έγινε στη Νίκαια. 2. το σύνολο των συνεδριάσεων της Βουλής σε ένα έτος: Ο πρόεδρος κήρυξε τη λήξη των εργασιών της πρώτης συνόδου της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) …   Dictionary of Greek

  • ξύνοδος — σύνοδος , σύνοδος 1 masc/fem nom sg σύνοδος , σύνοδος 2 assembly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόδω — σύνοδος 1 masc/fem nom/voc/acc dual σύνοδος 1 masc/fem gen sg (doric aeolic) σύνοδος 2 assembly fem nom/voc/acc dual σύνοδος 2 assembly fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”